πλανιάρω

πλανιάρω
Ν
[πλάνη (II)] πλανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλανάρω — Ν 1. αερολισθαίνω 2. πλανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. planer «αιωρούμαι, στέκομαι ακίνητος με απλωμένα φτερά», «ροκανίζω, λειαίνω» < λατ. planum «επίπεδη επιφάνεια»] …   Dictionary of Greek

  • πλανιάρισμα — το, Ν [πλανιάρω] το πλάνισμα …   Dictionary of Greek

  • ροκανίζω — ῥυκανίζω, ΝΜΑ, και ρουκανίζω Ν, και ῥακανίζω Μ [ῥυκάνη / ροκάνα] λειαίνω ξύλο με το ροκάνι, πλανιάρω νεοελλ. 1. τρώω ή μασώ κάτι σκληρό («ροκανίζω το παξιμάδι») 2. μτφ. α) κατατρώγω, σπαταλώ («τού ροκάνισε όλη την περιουσία») β) κάνω διάρρηξη με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”